κέκλικα

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de κλίνω.

Greek Monotonic

κέκλῐκα: παρακ. του κλίνω· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

κέκλῐκα: pf. к κλίνω.