κέκλικα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de κλίνω.

Greek Monotonic

κέκλῐκα: παρακ. του κλίνω· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

κέκλῐκα: pf. к κλίνω.