καΐκι

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

το
1. ιστιοφόρο πλοίο μικρής χωρητικότητας
2. είδος μικρής και στενής τουρκικής βάρκας με οξεία πλώρη και πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayik].