καββαίνω

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

German (Pape)

[Seite 1278] p. = καταβαίνω. So auch κάββαλε u. ä. für κατέβαλε u. s. w.