καβείριος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

καβείριος, -ία, -ον (Α) Κάβειροι
1. καβειρικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία
προσωνυμία της Δήμητρας από τους Καβείρους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια
τα μυστήρια τών Καβείρων
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον
ιερό, ναός τών Καβείρων.