καθοδήγηση
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
η (Α καθοδήγησις) καθοδηγώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη
2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση του κόμματος»).