καινοδοξώ

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

καινοδοξῶ, -έω (Α) καινόδοξος
έχω καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι.