καινοειδής

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

German (Pape)

[Seite 1294] ές, von neuer Gestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοειδής: -ές, κατὰ νέον σχῆμα, ὑπὸ νέαν μορφήν, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 8, σ. 289 = 400 Seager.

Greek Monolingual

καινοειδής, -ές (Α)
αυτός που σχηματίστηκε εκ νέου, κατά νέο σχήμα, με νέα μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ειδής (< εἶδος)].