κακκεφαλῆς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
German (Pape)
[Seite 1299] richtiger κὰκ κεφαλῆς, d. i. κατὰ κεφαλῆς.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κὰκ κεφαλῆς;
v. κάκ.
Greek (Liddell-Scott)
κακκεφᾰλῆς: χείρων τύπος τοῦ κὰκ κεφαλῆς, ἴδε ἐν λ. κάκ.
Russian (Dvoretsky)
κακκεφᾰλῆς: v. l. κὰκ κεφαλῆς Hom. = κατὰ κεφαλῇς.