κακοράβω

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source

Greek Monolingual

και κακορράβω
1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, -η, -ο
ραμμένος άσχημα, ελαττωματικά.