καλαθώ

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

καλαθῶ, -όω (Μ) κάλαθος
καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος της στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ.