οροφώ

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) οροφή / όροφος]]
επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω
αρχ.
δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης.