καλαθώ

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

καλαθῶ, -όω (Μ) κάλαθος
καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος της στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ.