ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
καλαμοκεντρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»].