καλλίσωμος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ωραίο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. εύσωμος, μικρόσωμος].