καλλίσωμος

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ωραίο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. εύσωμος, μικρόσωμος].