καλλιεργητής

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιεργήτρια
1. αυτός που καλλιεργεί κάτι, αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι
2. εκείνος που ασχολείται συστηματικά με την καλλιέργεια ορισμένων προϊόντων («καλλιεργητής οπωροκηπευτικών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε βασιλικό διάταγμα].