καλλιουργώ

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

καλλιουργῶ, -έω (Α)
εργάζομαι καλλιτεχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργώ, στιχουργώ].