καλλιουργώ

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

καλλιουργῶ, -έω (Α)
εργάζομαι καλλιτεχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργώ, στιχουργώ].