καλλιουργώ

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

καλλιουργῶ, -έω (Α)
εργάζομαι καλλιτεχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ουργῶ (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργώ, στιχουργώ].