καλόβολος

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

-η, -ο
καλόγνωμος, συγκαταβατικός, βολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βολος (< βολή [II]), πρβλ. ά-βολος, κακό-βολος].