καλόψητος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ψήνεται ή βράζει καλά, βραστερός, ευκολόβραστος.