καλύκειος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠκειος Medium diacritics: καλύκειος Low diacritics: καλύκειος Capitals: ΚΑΛΥΚΕΙΟΣ
Transliteration A: kalýkeios Transliteration B: kalykeios Transliteration C: kalykeios Beta Code: kalu/keios

English (LSJ)

λίθος, , stone found in the head of the fish σάλπης, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καλύκειος: λίθος, ὁ, λίθος τις ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου σάλπη (κοινῶς σάλπα ἢ σάρπα) Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.