καμακιστής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ο καμακίζω
αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας.