καμιτσίκι

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

καμουτσί και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το, μαστίγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci].