κανάβιον

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

και καννάβιον / κανάβιον και καννάβιον, τὸ (Α)
η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δάμαλις - δαμάλι(ον)].