καπνείον

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

καπνεῖον, τὸ (Α) καπνός
η καπνοδόχος.