καπνεργάτης

From LSJ

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. καπνεργάτις και καπνεργάτρια και καπνεργάτισσα
αυτός που εργάζεται στα καπνά, ο ειδικός στην κατεργασία τών καπνών.