καρέκλα

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η
το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά του αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε, πιθ. με παρετυμολογική σύνδεση προς το κάθημαι, ο τ. καθέκλα].