καρέκλα
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η
το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά του αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε, πιθ. με παρετυμολογική σύνδεση προς το κάθημαι, ο τ. καθέκλα].