καρπαλίμως
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (Autenrieth)
French (Bailly abrégé)
adv.
rapidement, promptement.
Étymologie: καρπάλιμος.
Russian (Dvoretsky)
καρπᾰλίμως: быстро, стремительно (φέρειν τι Hom.).