καρτέλα

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η
1. μικρή χάρτινη πινακίδα με επιγραφή, αριθμό ή λογαριασμό
2. (στο παιχνίδι της τόμπολας) η πινακίδα που έχει τους τυπωμένους αριθμούς
3. στον πληθ. οι καρτέλες
δελτία που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για στατιστικούς, λογιστικούς και οργανωτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartella, υποκορ. του carta].