καρτερητός

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek (Liddell-Scott)

καρτερητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομένῃ, οὐ καρτερητῶν ἀλεπαλλήλων πόνων Νικήτ. Εὐαγ. 7. 251·

Greek Monolingual

καρτερητός, -ή, -όν (Μ) καρτερώ
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να υπομένει
2. αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος.