σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
καρυόκουφος, -ον (Α)ελαφρός σαν καρύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῦφος «ελαφρός»].