καρυόκουφος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

καρυόκουφος, -ον (Α)
ελαφρός σαν καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῦφος «ελαφρός»].