κατάγιαλα

Greek Monolingual

επίρρ. πολύ κοντά στη θάλασσα, στον γιαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γιαλός + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. άψογα, λαίμαργα].