κατάπλαστος

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

κατάπλαστος, ἡ (Α) καταπλάσσω
κατάπλασμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλαστος -η -ον, adj. verb. van καταπλάσσω, smeerbaar.