κατάπλαστος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
κατάπλαστος, ἡ (Α) καταπλάσσω
κατάπλασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλαστος -η -ον, adj. verb. van καταπλάσσω, smeerbaar.