κατάσβεση

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

η (AM κατάσβεσις) κατασβέννυμι
ολοκληρωτικό σβήσιμοκατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση.