κατάσβεση
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
η (AM κατάσβεσις) κατασβέννυμι
ολοκληρωτικό σβήσιμο («κατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση.