ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-η, -ο1. πάρα πολύ στενός2. το ουδ. ως ουσ. το κατάστενοα) το στενοπόρι, το στενόβ) (ως τοπων.) το στενότερο μέρος του Βοσπόρου.