γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
-η, -ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, -η, -ο1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος.