κατάχλομος

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, -η, -ο
1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος
2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος.