καταβόλεμα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

και καταβόλευμα, το καταβολεύω
ο πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδα.