οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γῆς].