καταγής

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γῆς].