Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταθαρρώ

From LSJ

Greek Monolingual

καταθαρρῶ, -έω (Μ)
1. αποκτώ θάρρος
2. δείχνω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον.