καταθεῖναι

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Act. de κατατίθημι.

Greek Monotonic

καταθεῖναι: απαρ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

καταθεῖναι: inf. aor. 2 к κατατίθημι.