καταμαθεῖν

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monotonic

καταμᾰθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατα-μανθάνω.