καταμπλέκω

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source

Greek Monolingual

1. μπερδεύω κάτι τελείως
2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση»)
3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση.