καταπυγόσυνος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek (Liddell-Scott)
καταπῡγόσῠνος: -η, -ον, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος ἐν «Χειρ.» 4, ἀλλ’ ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
καταπυγόσυνος, -η, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ-όσυνος: ευφροσύνη].