καταψυχή

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

καταψυχή, ἡ (Α)
ψυχρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' του καταψύχω.