κατερήριπα

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

French (Bailly abrégé)

v. κατερείπω.

Russian (Dvoretsky)

κατερήρῐπα: эп. pf. к κατερείπω.