κατηφορικός

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κατηφορικός, -ή, -όν) κατήφορος
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, επικλινής, κατωφερής («κατηφορικό μονοπάτι»).
επίρρ...
κατηφορικά
1. επικλινώς
2. διά μέσου κατηφορικού δρόμου.