κατς

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

το
είδος πάλης κατά την οποία επιτρέπονται όλες σχεδόν οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. catch].