κατσιάζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

κατσί
1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου
2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού
3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί.