κεχρημένως

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

κεχρημένως (Α)
επίρρ. ενδεώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. του παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» του χρῶμαι)].